- παρεισαγωγή
- ἡ, ΜΑ [παρεισάγω]1. η επί πλέον εισαγωγή2. η λαθραία εισαγωγή ή παρεμβολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεισαγωγῇ — παρεισαγωγή introduction fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισαγωγή — introduction fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… … Dictionary of Greek
παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 … Dictionary of Greek
παρεισαγωγάς — παρεισαγωγά̱ς , παρεισαγωγή introduction fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)